προσχωρώ

προσχωρώ
προσχωρώ, προσχώρησα βλ. πίν. 73

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσχωρώ — προσχωρῶ, έω, ΝΑ 1. προσεγγίζω, πλησιάζω («προσεχώρεον δὲ πλησιαιτέρω τὸ στρατόπεδον τῷ στρατοπέδῳ», Ηρόδ.) 2. μτφ. συντάσσομαι με τις αρχές ή τη γνώμη κάποιου, υιοθετώ τις απόψεις κάποιου (α. «προσχώρησε στο κόμμα τής αντιπολίτευσης» β.… …   Dictionary of Greek

  • προσχωρώ — προσχώρησα 1. πάω με το μέρος κάποιου: Προσχώρησε στο κόμμα της πλειοψηφίας. 2. μπαίνω κι εγώ στη συμφωνία των άλλων: Στο NATO προσχώρησαν κι άλλα κράτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσχωρῶ — προσχωρέω go to pres subj act 1st sg (attic epic doric) προσχωρέω go to pres ind act 1st sg (attic epic doric) προσχωρέω go to pres subj act 1st sg (attic epic doric) προσχωρέω go to pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτομολώ — (AM αὐτομολῶ, έω) [αυτόμολος] 1. προσχωρώ στον εχθρό ή σε ένοπλους στασιαστές χωρίς άδεια ή διαταγή ανωτέρου 2. εγκαταλείπω μία πολιτική ή ιδεολογική παράταξη και προσχωρώ σε άλλη …   Dictionary of Greek

  • αυτομολώ — ησα, αφήνω τη θέση μου στο στρατό και προσχωρώ στον εχθρό, ή απαρνιέμαι την ιδεολογία μου και προσχωρώ στην αντίθετή της: Στον τελευταίο πόλεμο λίγοι ήταν εκείνοι, κι απ τους δυο συνασπισμούς, που αυτομόλησαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αιρώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * αἱρῶ ( έω) (AM) Ι. ενεργ. 1. παίρνω, αρπάζω 2. απομακρύνω, αφαιρώ 3.… …   Dictionary of Greek

  • αποσκιρτώ — (ΑΜ ἀποσκιρτῶ, άω) νεοελλ. μτφ. εγκαταλείπω την παράταξη στην οποία ανήκω και προσχωρώ σε άλλη μσν. απομακρύνομαι εγκαταλείποντας κάποιον ή κάτι αρχ. 1. (για ζώα) απομακρύνομαι πηδώντας 2. μτφ. είμαι άτακτος, δύστροπος, απειθής …   Dictionary of Greek

  • ασπάζομαι — (AM ἀσπάζομαι) 1. φιλώ 2. χαιρετώ θερμά, αγκαλιάζω 3. (για γνώμες, απόψεις) αποδέχομαι, παραδέχομαι 4. τυπικός χαιρετισμός στο τέλος επιστολής («σε ασπάζομαι») μσν. νεοελλ. 1. φιλώ, προσκυνώ εικόνες, άγια λείψανα ή νεκρό 2. προσχωρώ, προσκολλώμαι …   Dictionary of Greek

  • βαρβαρίζω — και βερβερίζω (AM βαρβαρίζω και Μ βερβερίζω) 1. κάνω γλωσσικά σφάλματα, κυρίως γραμματικά 2. βγάζω άναρθρους φθόγγους νεοελλ. 1. φλυαρώ 2. τρομάζω, φρίττω αρχ. 1. συμπεριφέρομαι ή μιλάω σαν βάρβαρος, σαν να μην είμαι Έλληνας 2. μιλάω παρεφθαρμένα …   Dictionary of Greek

  • διέρχομαι — (AM διέρχομαι) [έρχομαι] 1. περνώ ανάμεσα 2. (αμτβ.) (για χρόνο) περνώ 3. (για σωματικά και ψυχικά πάθη) υποφέρω, περνώ νεοελλ. 1. (με ουσ. που δηλώνει χρόνο) κάνω κάτι στη διάρκεια τού χρόνου που δηλώνει το ουσιαστικό («διέρχεται τον καιρό του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”